- βασιληΐς
- βᾰσῐλ-ηΐς, ΐδος, ἡ, pecul. fem. of βασίλειος,A royal,
τιμή Il.6.193
, Hes.Th.462, E.Hipp.1280(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιμή Il.6.193
, Hes.Th.462, E.Hipp.1280(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βασιληίς — βασιληΐς, η (Α) [βασιλεύς] 1. ως επίθ. βασιλική, αυτή που ταιριάζει σε βασιλιά 2. ως ουσ. η βασίλισσα … Dictionary of Greek
βασιληίς — royal fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιληίδα — βασιληίς royal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιληίδας — βασιληίς royal fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιληίδες — βασιληίς royal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιληίδι — βασιληίς royal fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιληίδος — βασιληίς royal fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… … Dictionary of Greek
πρεσβηίς — ίδος, ἡ, Μ πρέσβα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς (πρβλ. ονομ. πληθ. πρεσβῆες) + επίθημα ίς (πρβλ. βασιληίς)] … Dictionary of Greek